Κάουτσκι, Καρλ

Κάουτσκι, Καρλ
(Karl Kautsky, Πράγα 1854 – Άμστερνταμ 1938). Γερμανός πολιτικός. Αρχικά οπαδός και φίλος του Μαρξ, έγινε ο σπουδαιότερος αναγνωρισμένος ερμηνευτής του μαρξισμού μετά τον θάνατο του Ένγκελς. Αντέκρουσε τον μεταρρυθμιστικό αναθεωρητισμό του Μπερνστάιν, υποστηρίζοντας την αρχή της αναγκαιότητας της επανάστασης. Μαζί με τον Ούγκο Χάαζε οργάνωσε (1917) το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και αντιτάχθηκε στη Ρωσική επανάσταση, ασκώντας κριτική εναντίον του Λένιν και του Τρότσκι σε πολλά γραπτά του (μεταξύ των οποίων το Η Δικτατορία του προλεταριάτου, 1918). Όταν η πλειοψηφία των μελών του κόμματός του προσχώρησαν στο γερμανικό κομουνιστικό κόμμα, δεν ακολούθησε τους συντρόφους του και επανεντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, μέχρις ότου η εισβολή του χιτλερικού στρατού (1938) τον ανάγκασε να καταφύγει αρχικά στην Τσεχία και μετά στο Άμστερνταμ, όπου και πέθανε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία …   Dictionary of Greek

  • μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση …   Dictionary of Greek

  • Μπερνστάιν, Έντβαρντ — (Edward Bernstein, 1850 – 1932). Γερμανός πολιτικός. Ήταν οπαδός του Ε. Ντίρινγκ και υπέρμαχος του ιδεολογικού συμβιβασμού, μαζί με τον Λασάλ και τους οπαδούς του. Προσχώρησε στη σοσιαλδημοκρατία το 1872. Ύστερα από έντονη κριτική των θέσεών του… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”